πρόθεση

πρόθεση
Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων αναφέρονται αντίστοιχα στο ρήμα ή στο επίθετο και σε ολόκληρες προτάσεις (ο σύνδεσμος σχετίζεται και με το όνομα, αλλά οι σχέσεις του με αυτό δηλώνουν σύνδεση και όχι εξάρτηση), η π. παρουσιάζει και με τα δύο αυτά μέρη του λόγου μια λογική ομοιότητα, που εξηγεί τις συχνές ανταλλαγές ανάμεσα στις 3 αυτές κατηγορίες (κυρίως ανάμεσα στην π. και στο επίρρημα), τις οποίες συναντούμε συχνά στην ιστορία των γλωσσών. Οι αρειοευρωπαϊκές, για παράδειγμα, π. μπορούμε να πούμε ότι είναι όλες παλαιά επιρρήματα· σε πολλές γλώσσες (όπως στην αγγλική) είναι κανονικό φαινόμενο το ίδιο στοιχείο να επέχει θέση π. ή επιρρήματος ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Η π., όπως και άλλα μέρη του λόγου, δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες. Σε μερικές (για παράδειγμα, στα κινεζικά) το ρήμα έχει μέσα του την έννοια που εκφράζει μία π., ενώ σε άλλες (όπως στη γλώσσα των Εσκιμώων) η έννοια αυτή είναι ενσωματωμένη μέσα στο ουσιαστικό. Ακόμα και στις αρειοευρωπαϊκές γλώσσες με αρχαϊκότερη μορφή (αρχαία ινδική στη βεδική της φάση, ελληνική στην ομηρική της φάση, λιθουανική κ.ά.) η σημασία της π. παρουσιάζεται ακόμα σχετικά περιορισμένη· η πλούσια ονομαστική κλίση σύμφωνα με πτώσεις επιτρέπει πράγματι να εκφράσουμε πολλές σχέσεις χάρη στις διάφορες πτωτικές καταλήξεις. Η ανάπτυξη της π. είναι συνέπεια του προοδευτικού περιορισμού και, τελικά, της εξαφάνισης της ονοματικής κλίσης.
* * *
η / πρόθεσις, -έσεως, ΝΜΑ [προτίθημι]
1. το να τοποθετεί κάποιος κάτι μπροστά από κάτι άλλο
2. ό,τι προτίθεται να πράξει κανείς, ο σκοπός, η προαίρεση, η θέληση (α. «ήρθε με κακές προθέσεις» β. «ἐάν περ ἐπὶ ταύτης μένητε τῆς προθέσεως», Φίλιππ. π. Δημοσθ.)
3. εκκλ. α) η τελετή τής προετοιμασίας τών τίμιων δώρων για τη θεία ευχαριστία
β) το παρατραπέζιο που βρίσκεται στο δεξιό μέρος τής αγίας τράπεζας και στο οποίο προετοιμάζονται τα τίμια δώρα ώσπου να μεταφερθούν, κατά τη μεγάλη είσοδο, στην αγία τράπεζα για καθαγιασμό για να τελεσθεί το μυστήριο τής θείας ευχαριστίας
γ) η τοποθέτηση τού άρτου τής μετάληψης στην αγία τράπεζα
δ) φρ. «oἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως» — οι άρτοι που τοποθετούνται στην αγία τράπεζα πριν από την είσοδο στα άγια τών αγίων
4. γραμμ. άκλιτο μέρος τού λόγου το οποίο κανονικά τίθεται πριν από όνομα, αντωνυμία, μετοχή ή επίρρημα για δήλωση διαφόρων επιρρηματικών σχέσεων στον λόγο, όπως λ.χ. τόπου, χρόνου, αιτίας, αναφοράς, ποσού κ.ά., ή συντίθεται με άλλες λέξεις για επίταση, μείωση ή άλλη μεταβολή τής σημασίας τους
νεοελλ.
1. ιατρ. α) η μερική ή ολική αντικατάσταση με χειρουργική μέθοδο ενός μέλους ή τμήματος από μηχάνημα που αναπαράγει τη μορφή και, κατά το δυνατό, τη λειτουργία του
β) το τεχνητό υποκατάστατο ενός μέλους ή τμήματος τού σώματος που λείπει
γ) το σύνολο τών τεμαχίων που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική για διατήρηση στη θέση τους τεμαχίων οστού ή αντικατάστασή τους
2. φρ. α) «οδοντική πρόθεση» — πρόθεση που αποσκοπεί στην αποκατάσταση τών οδόντων και, στην ορθοδοντική, στην ορθή θέση τών οδόντων που τοποθετούνται
β) «εκ προθέσεως» — επίτηδες, σκόπιμα
αρχ.
1. (για νεκρό) η δημόσια έκθεση («παρεῑναι τῇ προθέσει τοῡ τετελευτηκότος», Δημοσθ.)
2. δημόσια δήλωση, κοινοποίηση, αγγελία
3. πρόταση ενός θέματος για συζήτηση
4. θέμα, υπόθεση
5. προσφορά, θυσία
6. φρόνημα, διάθεση
7. υπολογισμός («δεδομένου τοῡ πλήθους καὶ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων καθ' ἑκατέραν τὴν πρόθεσιν», Πολ.)
8. προθεσμία, διορία («ἂν ἀεὶ προθέσεις ἐκ προθέσεως ποιῇ καὶ ἡμέρας ἄλλας ἐπ' ἄλλων ὁρίζῃς», Επίκτ.)
9. η προηγούμενη τοποθέτηση
10. το πριν από την κατάληξη αμετάβλητο μέρος κάθε λέξης, η ρίζα
11. φρ. α) «κατὰ πρόθεσιν» — επίτηδες, σκόπιμα
β) «πρόθεσιν ποιοῡμαι» — προπληρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόθεση — η 1. αυτό που σκέπτεται κανείς να κάνει, ο σκοπός, η προαίρεση: Κατάλαβα γρήγορα τις προθέσεις του. 2. (εκκλησ.), κόγχη στο ιερό βήμα του ναού, όπου τοποθετούνται ιερά σκεύη, αλλ. Αγία Πρόθεση. 3. (γραμμ.), άκλιτη λέξη που μπαίνει μπροστά από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αντίς — πρόθεση, βλ. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”